- προσαναπλάσαι
- προσαναπλά̱σᾱͅ , πρός , ἀνά , ἀπό-λάω 1pres part act fem dat sg (doric)προσαναπλά̱σᾱͅ , πρός , ἀνά , ἀπό-λάω 2seizepres part act fem dat sg (doric)προσαναπλά̱σᾱͅ , πρός , ἀνά , ἀπό-λάζωfut part act fem dat sg (doric)πρός , ἀνά , ἀπό-λάζωaor inf actπροσαναπλάσαῑ , πρός , ἀνά , ἀπό-λάζωaor opt act 3rd sgπρόσ-ἀναπλάσσωform anewaor inf actπροσαναπλάσαῑ , πρόσ-ἀναπλάσσωform anewaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.